- πλύμα
- (I)-ατος, το / πλύσμα, ΝΑ [πλύνω]1. νερό μέσα στο οποίο έχει πλυθεί κάτι, απόπλυμα2. μτφ. άνοστο και νερόβραστο φαγητό| νεοελλ. βρόμικο νερό που προέρχεται συνήθως από πλύσιμο μαγειρικών σκευών2. νερό μαζί με πίτυρα που δίνεται ως τροφή στους χοίρουςαρχ.1. νερό ανακατεμένο με αλεύρι, χυλός, κουρκούτι2. προϊόν παράγωγο τού κινναβάρεως3. μτφ. πόρνη.————————(II)τὸ, Α [πλύνω]το υγρό που απομένει μετά την έκθλιψη τής ελιάς και τη συναγωγή τού λαδιού.
Dictionary of Greek. 2013.